- έναυσμα
- (-ατός) τό1) тлеющие, горящие угли (на растопку); 2) см. εμπύρευμα; 3) перен. возбудитель;
έναυσμα θύμου — источник гнева
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έναυσμα θύμου — источник гнева
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔναυσμα — spark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναυσμα — το (Α ἔναυσμα) 1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα 2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση 3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση τού πυρός… … Dictionary of Greek
έναυσμα — το, ατος 1. το εμπύρευμα, το προσάναμμα. 2. το μέσο με το οποίο γίνεται η μετάδοση πυρός σε εκρηκτικό γέμισμα. 3. μτφ., ό,τι χρησιμεύει για παρόρμηση, για διέγερση, ό,τι εξερεθίζει: Η βρισιά αυτή ήταν το έναυσμα της συμπλοκής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναυσμάτων — ἔναυσμα spark neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύσμασι — ἔναυσμα spark neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύσματα — ἔναυσμα spark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύσματι — ἔναυσμα spark neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναύσματος — ἔναυσμα spark neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπύρευμα — Η ύλη που δίνει το έναυσμα σε ένα εκρηκτικό μείγμα. Βλ. λ. εκρηκτικές ύλες· πυρομαχικά. * * * το (AM ἐμπύρευμα) νεοελλ. μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταδόσεως τής εκρήξεως στην πυρίτιδα φυσιγγίου ή σε άλλη εκρηκτική … Dictionary of Greek
εναυσματοθέτης — ο 1. αυτός που τοποθετεί το έναυσμα 2. (πυροβ.) χάλκινος σωλήνας, κλεισμένος στο ένα άκρο, μέσα στον οποίο τοποθετείται το έναυσμα τής κυλινδρικής γόμωσης τορπίλλης … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek